Ο τραυλισμός είναι μια διαταραχή της ομιλίας κατά την οποία η ροή του λόγου διαταράσσεται από ακούσιες επαναλήψεις, επιμηκύνσεις ήχων, συλλαβών λέξεων ή φράσεων, μπλοκαρίσματα, καθώς και ακούσιες σιωπηλές παύσεις στις οποίες το άτομο που τραυλίζει δεν μπορεί να παράγει ήχους ή φθόγγους. Συχνά, παρατηρούνται και δευτερεύουσες συμπεριφορές διαφυγής κατά τις οποίες το άτομο που τραυλίζει αντιδρά λεκτικά και σωματικά με έντονο κλείσιμο των ματιών, ένταση στους μύες του λαιμού, αύξηση έντασης της φωνής ή αύξηση του ρυθμού ομιλίας. Συχνά παρατηρούνται αρνητικά συναισθήματα (ντροπή, φόβος, ενοχές και χαμηλή αυτοεκτίμηση), κοινωνική απομόνωση και περιορισμός της  επικοινωνίας. Να σημειωθεί ότι ο τραυλισμός δεν αποτελεί ένα συνεχές φαινόμενο, αλλά εμφανίζεται κατά περίσταση και σε διαφορετικό βαθμό κάθε φορά.

Ο τύπος και ποσότητα των δυσρυθμιών διαφέρουν από παιδί σε παιδί. Τα πρώτα συμπτώματα ξεκινούν συνήθως στην ηλικία από 2-5 ετών, η οποία συνυπάρχει με την περίοδο ταχείας ανάπτυξης των δεξιοτήτων λόγου και ομιλίας. Μετά την ηλικία των 5 ετών υπολογίζεται ότι το 1% του πληθυσμού που τραυλίζει θα έχει παγιώσει τον τραυλισμό και θα συνοδεύεται με αυτόν στην σχολική και την ενήλικη ζωή του. Η έναρξη μπορεί να είναι ξαφνική ή σταδιακή.

Τα αίτια εμφάνισης τραυλισμού δεν είναι σαφή, ωστόσο παράγοντες φυσιολογίας και γλώσσας  είναι πιθανόν να συμβάλλουν στην έναρξη και ανάπτυξη τραυλισμού. Η αλληλεπίδραση αυτών με ψυχολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες (γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού, η σχέση των μελών της οικογένειας και η αντίδρασή τους στον τραυλισμό, άγχος, απαιτήσεις του περιβάλλοντος και σημαντικά γεγονότα στην ζωή του παιδιού) συμβάλλουν στην σοβαρότητα και την χρονιότητα της διαταραχής.

 

Επιπλέον αιτιολογικοί παράγοντες μπορεί να είναι:

  • γενετικοί/κληρονομικοί (περίπου 40%-60%)
  • το οικογενειακό ιστορικό και,
  • νευρογενείς (συνήθως παρατηρείται σε ενήλικες μετά από παθήσεις όπως εγκεφαλικό επεισόδιο ή κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις).

Το θεραπευτικό πλάνο στηρίζεται:

  • στην λεπτομερή λήψη του ιστορικού
  • στην παρατήρηση του τρόπου αλληλεπίδρασης γονέα-παιδιού
  • στην έρευνα ύπαρξης επιβαρυντικών περιβαλλοντικών παραγόντων
  • στην συλλογή δείγματος ομιλίας του παιδιού
  • στην καταγραφή του είδους και της συχνότητας των δυσρυθμιών
  • στην εξερεύνηση των συναισθημάτων του παιδιού
  • στην εκτίμηση των γλωσσικών ικανοτήτων του παιδιού

 

Η θεραπευτική προσέγγιση μπορεί να είναι έμμεση (συνήθως για παιδιά προσχολικής ηλικίας), η οποία γίνεται με συμβουλευτική εκπαίδευση των γονέων, με στόχο την μετατροπή των περιβαλλοντικών και επικοινωνιακών συνθηκών που μπορεί να επηρεάζουν τον τραυλισμό) και, η άμεση θεραπεία στην οποία χρησιμοποιούνται τεχνικές τροποποίησης του ρυθμού ομιλίας, έλεγχος και συγχρονισμός αναπνοής-φώνησης καθώς και εκμάθηση στρατηγικών ελέγχου για παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας.