Ορισμός Διαταραχής ελλειμματικής προσοχής – ΔΕΠΥ

Υπάρχουν τρεις κύριοι τύποι της ΔΕΠ-Υ :Ο πρώτος συσχετίζεται με την έλλειψη προσοχής, ο δεύτερος με την υπερκινητικότητα- παρορμητικότητα και ο τρίτος με ένα συνδυασμό των δύο. Τα παιδιά που εντάσσονται στον τύπο της έλλειψης προσοχής αδυνατούν να διατηρήσουν τη συγκέντρωση της προσοχής τους σε ένα κατάλληλο για την ηλικία τους επίπεδο. Οι γονείς και οι δάσκαλοι συνήθως παραπονιούνται ότι τα παιδιά τους δεν μπορούν να συγκεντρωθούν, ότι η προσοχή τους διασπάται εύκολα, ότι ξεκινούν τη μία δραστηριότητα μετά την άλλη και ότι τείνουν να ξεχνούν και να ονειροπολούν.

Όταν τα παιδιά παρουσιάζουν υπερκινητικότητα βρίσκονται συνέχεια <<σε κίνηση>>, σαν να είναι <<κουρδισμένα>>. Αυτή η τάση για συνεχή δραστηριότητα μπορεί να εκδηλώνεται με σκαρφάλωμα ή άσκοπο τρέξιμο, με υπερβολική ομιλητικότητα ή με το να σηκώνονται συνέχεια , με ακατάλληλο τρόπο από τη θέση τους κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Η παρορμητικότητα είναι το να δρα κανείς χωρίς να σκέφτεται. Τα παιδιά μπορεί να δίνουν βεβιασμένες απαντήσεις χωρίς να πάρουν το χρόνο τους για να σκεφτούν τη λύση ενός προβλήματος, μπορεί να διακόπτουν ή να παρεμβαίνουν σε συζητήσεις και παιχνίδια ή μπορεί να μην μπορούν να περιμένουν τη σειρά τους.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Παλαιότερα οι διαγνώσεις στηρίζονταν στην πιο προφανή εκδήλωση της διαταραχής, την υπερκινητικότητα. Κατοπινή έρευνα, και ειδικά η έρευνα της Virginia Douglas, υπέδειξε ότι το κύριο έλλειμμα αφορά την προσοχή και όχι την κινητική δραστηριότητα. Αυτή η έρευνα οδήγησε στη διατύπωση της κύριας διάγνωσης  της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής στο DSM-III, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει ή να μην περιλαμβάνει την υπερκινητικότητα. Πιο πρόσφατες έρευνες αμφισβητούν τον κεντρικό ρόλο της ελλειμματικής προσοχής , ενώ παράλληλα έδειξαν ότι η υπερκινητικότητα και η παρορμητικότητα είναι τόσο στενά συσχετιζόμενες που θα πρέπει να συνδυαστούν σε μία ενιαία κατηγορία. Έτσι προέκυψε η τριμερής διάγνωση στο DSM-IV, ΔΕΠ-Υ Τύπου Έλλειψης Προσοχής, ΔΕΠ-Υ Τύπου Υπερκινητικότητας- Παρορμητικότητας και ΔΕΠ-Υ Συνδυασμένου Τύπου, που περιλαμβάνει και τις δύο μορφές συμπεριφοράς.

Τρία άλλα χαρακτηριστικά της ταξινόμησης της DSM  χρήζουν προσοχής:

  1. Οι συγκεκριμένοι χρόνοι που ορίζουν την ηλικία έναρξης
  2. Η διάρκεια των συμπτωμάτων
  3. Η σημασία του πλαισίου

ΗΛΙΚΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ

Η ηλικία έναρξης των συμπτωμάτων ορίζεται στο DSM-IV πριν από τα 7 χρόνια. Ωστόσο μετά από εξέταση ενός κλινικού δείγματος 380 ατόμων 4-17 ετών έδειξε ότι τα παιδιά που πληρούν αυτό το κριτήριο ανήκουν κυρίως στον υπερκινητικό- παρορμητικό τύπο. Η εξέταση βρήκε ότι το 43% των παιδιών που ανήκουν στον τύπο έλλειψης προσοχής και το 18% των παιδιών που ανήκουν στο συνδυασμένο τύπο εμφάνισαν τα συμπτώματα μετά την ηλικία των 7 ετών. Έτσι τα κριτήρια της DSM-IV μειώνουν την ακρίβεια του προσδιορισμού αυτών των δύο υποομάδων.

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ

Όσον αφορά τη διάρκεια των συμπτωμάτων, υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι η περίοδος που ορίζεται από την DSM-IV είναι υπερβολικά σύντομη, ειδικά για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας. Μελέτες δείχνουν ότι μία περίοδος 12 μηνών είναι πιο κατάλληλη για τη διάρκεια των συμπτωμάτων στα παιδιά προσχολικής ηλικίας.

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ μπορεί να εμφανίζονται μόνο σε ένα πλαίσιο, όπως στο σχολείο ή το σπίτι ή να εκτίνονται σε όλα τα πλαίσια.

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΟΥ DSM-IV ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΠ-Υ

Έλλειψη προσοχής: (έξι ή περισσότερα από τα παρακάτω συμπτώματα έχουν επιμείνει για τουλάχιστον 6 μήνες σε βαθμό δυσπροσαρμοστικό και ακατάλληλο για το εξελικτικό επίπεδο)

  1. Συχνά δεν καταφέρνει να επικεντρωθεί σε λεπτομέρειες ή κάνει λάθη απροσεξίας στις σχολικές εργασίες, στη δουλειά ή σε άλλες δραστηριότητες
  2. Συχνά δυσκολεύεται να διατηρεί τη συγκέντρωση της προσοχής του
  3. Συχνά φαίνεται να μην ακούει, όταν κάποιος του μιλάει
  4. Συχνά δεν ακολουθεί οδηγίες με συνέπεια και δεν καταφέρνει να τα φέρει σε πέρας τις σχολικές εργασίες και καθήκοντα στο σπίτι ή στη δουλειά.
  5. Συχνά δυσκολεύεται να οργανώσει έργα και δραστηριότητες
  6. Συχνά αποφεύγει να εμπλακεί σε έργα που απαιτούν νοητική προσπάθεια
  7. Συχνά χάνει πράγματα που είναι απαραίτητα για έργα ή δραστηριότητες
  8. Συχνά αποσπάται εύκολα από εξωτερικούς ερεθισμούς
  9. Συχνά ξεχνά τις καθημερινές του δραστηριότητες

Υπερκινητικότητα: ( έξι ή περισσότερα από τα παρακάτω συμπτώματα της υπερκινητικότητας- παρορμητικότητας έχουν επιμείνει για τουλάχιστον 6 μήνες σε βαθμό δυσπροσαρμοστικό και ακατάλληλο για το εξελικτικό επίπεδο)

  1. Συχνά κουνά νευρικά τα χέρια και τα πόδια του ή στριφογυρίζει στη θέση του
  2. Συχνά σηκώνεται από τη θέση του κατά τη διάρκεια του μαθήματος ή σε άλλες καταστάσεις που πρέπει να είναι καθιστός
  3. Συχνά στριφογυρνά ή σκαρφαλώνει υπερβολικά σε καταστάσεις όπου αυτό είναι ανάρμοστο
  4. Συχνά δυσκολεύεται να παίξει ή να εμπλακεί σε ψυχαγωγικές δραστηριότητες ήσυχα
  5. Βρίσκεται συχνά σε κίνηση και συχνά ενεργεί σαν να είναι <<κουρδισμένος >>
  6. Συχνά μιλά υπερβολικά

Παρορμητικότητα

  1. Συχνά δίνει βεβιασμένες απαντήσεις πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ερώτηση
  2. Συχνά δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του
  3. Συχνά διακόπτει τους άλλους

ΔΙΑΦΥΛΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

Τα αγόρια εμφανίζουν συχνότερα τα συνοδά προβλήματα της εναντιωματικότητας και της διαταραγμένης συμπεριφοράς σε σχέση με τα κορίτσια, επομένως είναι πιο πιθανό να παραπεμφθούν για διάγνωση της ΔΕΠ-Υ. Παραδείγματος χάριν, η αναλογία αγοριών και κοριτσιών σε κλινικό δείγμα είναι από 6:1 έως 9:1 υπέρ των κοριτσιών, ενώ η αναλογία σε ένα μη κλινικό δείγμα είναι 2:1 έως 3:1.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ-ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Το παιδί θα πρέπει να αξιολογηθεί σωστά πριν καταλήξουμε σε διάγνωση και ξεκινήσει θεραπεία. Η αξιολόγηση περιλαμβάνει τα παρακάτω: Οι γονείς θα πρέπει να μιλήσουν στους δασκάλους για την πρόοδο του παιδιού, για τις όποιες μαθησιακές ή κοινωνικές δυσκολίες και για την ομοιογένεια των προβλημάτων μεταξύ του σπιτιού και του σχολείου. Σε πολλές περιπτώσεις, ένα σταθερό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, με συμφωνία γονέων και δασκάλων, προσαρμοσμένο στις ικανότητες του παιδιού, είναι ένα ικανοποιητικό πρώτο βήμα.

Αν το παιδί απαιτεί μια πιο λεπτομερή αξιολόγηση των γνωστικών του ικανοτήτων (π.χ. αν μπορεί να συγκεντρωθεί στο βαθμό που αναμένεται από την χρονολογική του ηλικία), ένα ψυχομετρικό τεστ θα παράσχει χρήσιμες πληροφορίες. Αυτό εκτελείται από σχολικούς και κλινικούς ψυχολόγους. Η τεκμηρίωση της διάγνωσης της ADHD γίνεται συνήθως από ένα παιδοψυχίατρο, λαμβανομένων υπ’ όψιν των πορισμάτων των δασκάλων και των σχολικών ψυχολόγων.

Σε μερικές περιπτώσεις παίρνουν μέρος και παιδίατροι σ’ αυτή τη διαδικασία. Η κλινική αξιολόγηση πρέπει να περιλαμβάνει ιστορικό από τους γονείς και παρατηρήσεις από την κλινική και το σχολείο, καθώς μια σύντομη επαφή μπορεί να είναι παραπλανητική. Μια επίσκεψη στο σχολείο είναι επίσης ένα καλό σημείο εκκίνησης για να συζητηθεί και να ξεκινήσει ένα κοινό πλάνο χειρισμού.

Το αν θα χρειαστεί νευρολογική εξέταση ή άλλα ιατρικά τεστ θα εξαρτηθεί από την παρουσία, για παράδειγμα, νευρολογικών σημείων (τα οποία σημειωτέον δεν αποτελούν χαρακτηριστικό της ADHD), ή πριν να ξεκινήσει φαρμακευτική αγωγή. Ο χειρισμός της ADHD συμπεριλαμβάνει εκπαιδευτικές και φαρμακολογικές θεραπείες και θεραπείες συμπεριφοράς. Αυτές δεν αποκλείονται αμοιβαία και δεν απαιτούνται για όλα τα παιδιά. Πολλά εξαρτώνται από τις αντιλήψεις και τις τεκμηριωμένες αποφάσεις των γονέων, όπως επίσης και από την επίδραση των ελλειμμάτων στη ζωή του παιδιού.

Στην Παιδοκίνηση θα βρείτε έμπειρους ψυχολόγους που για την αντιμετώπισή της διαταραχής αυτής. Δείτε περισσότερες πληροφορίες εδώ